- αλεπομουσούδα
- η1. (για ζώα) ρύγχος, μουσούδα σαν τής αλεπούς2. (για πρόσωπα) μορφή, φυσιογνωμία σαν τής αλεπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μουσούδα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek